περιδρομιάζω

περιδρομιάζω
1. αμετ. объедаться;
2. μετ. съесть, справиться (с большим количеством пищи); περιδρόμιασε ολόκληρη χήνα он съел целого гуся

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "περιδρομιάζω" в других словарях:

  • περιδρομιάζω — περιδρομιάζω, περιδρόμιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • περιδρομιάζω — Ν τρώω τον περίδρομο, τρώω πολύ περισσότερο από όσο πρέπει. [ΕΤΥΜΟΛ. < περίδρομος (Ι) «ισχυρός, σπασμωδικός πόνος τού στομαχιού από το υπερβολικό φαγητό»] …   Dictionary of Greek

  • περιδρομιάζω — περιδρόμιασα, τρώγω πάρα πολύ, τον περίδρομο: Περιδρόμιασαν, αλλά κατέβασαν και κρασί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαβουρώνω — Ν [σαβούρα] 1. βάζω σαβούρα στο πλοίο, τοποθετώ έρμα, ερματίζω 2. μτφ. γεμίζω το στομάχι μου με τροφή, περιδρομιάζω, τρώγω κατά κόρον …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»